- ἐγκαθίσῃ
- ἐγκαθίζωseat inaor subj mid 2nd sgἐγκαθίζωseat inaor subj act 3rd sgἐγκαθίζωseat infut ind mid 2nd sgἐγκαθίζωseat infut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκάθιση — η (Μ ἐγκάθισις) τοποθέτηση μέσα σε κάτι νεοελλ. 1. κοιλότητα όπου προσαρμόζεται άλλο σώμα («εγκάθιση τού ελατηρίου») 2. η κάμψη τών πίσω ποδιών αλόγου όταν αρχίζει να τρέχει … Dictionary of Greek
ἐγκαθίσηι — ἐγκαθίσῃ , ἐγκαθίζω seat in aor subj mid 2nd sg ἐγκαθίσῃ , ἐγκαθίζω seat in aor subj act 3rd sg ἐγκαθίσῃ , ἐγκαθίζω seat in fut ind mid 2nd sg ἐγκαθίσῃ , ἐγκαθίζω seat in fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)